Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Το γυμνό στην υπηρεσία του Lifestyle

Το γυμνό στην υπηρεσία του Lifestyle

Στις μέρες μας το γυμνό είναι χωρίς αμφιβολία ένα καθημερινό θέαμα στα περίπτερα, στις αφίσες των δρόμων, στον τύπο, στην τηλεόραση. Φαίνεται να εγκαταλείπεί τα σκοτεινά συρτάρια και τα μισοφωτισμένα υπόγεια παλαιότερων εποχών και να μετατρέπεται σ’ έναν καλοστημένο μηχανισμό κατασκευής επιθυμιών ο οποίος επιχειρεί να διαμορφώσει την αντίληψη μας για το σώμα μας, τους ρόλους των φύλων, τον έρωτα και τα κριτήρια επιλογής των ερωτικών συντρόφων.

Σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της λειτουργίας της πορνογραφίας (με την ευρύτερη σημασία της έννοιας) στα πλαίσια του lifestyle καλούμαστε να απαντήσουμε ερωτήματα όπως γιατί υπάρχει, τι έχει να πει και σε ποιον απευθύνεται.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, η προσφορά του γυμνού σώματος για πολιτισμική κατανάλωση αποτελεί εδραιωμένη τάση της κοινωνίας του θεάματος που ζούμε η οποία παράγει εικόνες και ταυτόχρονα κατασκευάζει το βλέμμα που θα τις κοιτάζει. Κάτι τέτοιο δηλώνει ότι δημιουργούνται συγκεκριμένες προκαταλήψεις γύρω από την εικόνα, ώστε το βλέμμα να μην είναι ελεύθερο, υποκειμενικό, φυσικό. Αντιθέτως, να ανταποκρίνεται σε μαθημένες παραδοχές, την ομορφιά, την ιδιοφυΐα, τις τέλειες αναλογίες (σωματικές), την οικονομική επικράτηση, τη διαφάνεια σε θέματα ηθικής, διαστροφής, το sex. Θέματα τα οποία αποτελούν τις κατά καιρούς αξίες του lifestyle.

Αν η εικόνα (ακόμα και η γυμνή εικόνα) χαρακτηριζόταν από αθωότητα θα περίμενε κανείς να εμπλουτίσει τις κοινωνικές σχέσεις, να συμπληρώσει τα κενά της και να προσθέσει φαντασία. Θα μπορούσε σε μια τέτοια περίπτωση η άποψη ότι η πορνογραφία δεν διστάζει να δείχνει την αλήθεια γύρω από το sex, χωρίς να το ωραιοποιεί ή να το μειώνει να αποτελεί μια αντικειμενική αλήθεια και όχι ο μύθος που πλάθει ο φακός και ο χειριστής του.

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι εικόνες, το γυμνό θέαμα αποτελούν την πρώτη ύλη για την κατασκευή συγκεκριμένων τυποποιημένων ρόλων και συμπεριφορών. Η διαδικασία είναι απλή: το lifestyle δημιουργεί την επιθυμία (ομορφιά, ερωτική επιθυμία), προβάλει το πρότυπο (ωραίο σώμα, μοντέλο) και προτείνει τον τρόπο απόκτησης (κατανάλωση).

Η διαδικασία αυτή δρα κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Η θέα του γυμνού λειτουργεί ως δόλωμα για τα αρχέγονα ένστικτα, όπως είναι και η ερωτική επιθυμία. Η οποία, σύμφωνα με τον Freud, λειτουργεί σε ασυνείδητο επίπεδο και έχει ως στόχο την ικανοποίηση της βιολογικής ορμής και τη μείωση της ψυχικής έντασης[1]. Η χειραγώγηση της ερωτικής επιθυμίας μπροστά στη θέα του γυμνού προκαλεί ασυνείδητη, αυθόρμητη υιοθέτηση στοιχείων, χωρίς την παρεμβολή της σκέψης, της ηθικής με στόχο την ικανοποίηση της ερωτικής παρόρμησης, έστω και σε ένα φαντασιακό επίπεδο.

Παράλληλα, θεωρείται ότι η γυμνή εικόνα έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει νοήματα δημιουργώντας «θέσεις υποκειμένων». Οι θεατές δηλαδή ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές με βάση το φύλο. Η ταύτιση αυτή προσφέρει συγκεκριμένες οπτικές απολαύσεις και είναι μέρος της διαδικασίας δόμησης της προσωπικής ταυτότητας. Η Mulrey (1989) θεωρεί ότι η ταύτιση αυτή αναφέρεται μόνο στο ανδρικό βλέμμα και έχει δύο διαστάσεις, την ναρκισσιστική (τέλεια εικόνα των εαυτών τους) και την σκοποφιλική (η αναπαράσταση των γυναικών ως ερωτικών αντικειμένων)[2].

Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει σε ψυχολογικό επίπεδο, σε κοινωνικό, το γυμνό φαίνεται να μην στοχεύει σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες- βέβαια ορισμένες κοινωνικές ομάδες έχουν πιο κεντρική αναφορά από ότι άλλες- αλλά έχει μια πιο συνολική απεύθυνση, η βιομηχανία του γυμνού προσαρμόζει τις σημασίες με τις οποίες επενδύει τη σεξουαλικότητα, έτσι ώστε να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες από το καταναλωτικό κοινό. Με άλλα λόγια, οι ρόλοι, οι αξίες και οι συμβολισμοί που αποδίδονται στα σώματα, στα φύλα και στην ίδια την ερωτική πράξη, εμφανίζονται στην πορνογραφία με την πιο απλοϊκή και τυποποιημένη τους μορφή.

Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τη γυναικεία παθητικότητα, την υποταγή, τη σαγήνη, τον αισθησιασμό. Από την άλλη πλευρά το κύρος, το δυναμισμό, την πυγμή του άνδρα, αλλά και το στυλ, την φαντασία, την ανεμελιά, τη σιγουριά[3] Η γυναίκα γίνεται το ερωτικό αντικείμενο για το αντρικό βλέμμα Ενώ η ίδια αναζητά ρόλους και πρότυπα προς μίμηση με στόχο την εξίσωσή της με τον άντρα.

Παράλληλα, η ερωτική επιθυμία μετατρέπεται σ’ ένα χώρο ανάδυσης σεξιστικών συμπεριφορών και προτύπων. Τα πατριαρχικά/ φαλλοκρατικά κατάλοιπα του παρελθόντος μεταλλάσσονται (τάση εξαφάνισης των ηθικών απαγορεύσεων, αποενοχοποίηση των ταμπού που συνοδεύουν τη θέα του γυμνού σώματος) και αναπαράγονται. Οι ερωτικές επιθυμίες σχηματοποιούνται εκ νέου (lifestyle περιοδικά, συμβουλές του στυλ: δέκα τρόποι να τον ρίξεις στο κρεβάτι, ροζ τηλέφωνα, ροζ αγγελίες, internet) δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι οι άνθρωποι πια αναζητούν νέες μορφές υποκειμενικότητας και αυτό-προσδιορισμού καθώς και νέες μορφές απόλαυσης (κατανάλωση, κοινωνική αναγνώριση) που δεν στηρίζεται στην ύλη αποκλειστικά αλλά περνάει και σε ένα εικονικό, α-σώματο επίπεδο (επιθυμία για φυγή μέσω της τεχνολογίας, η απόλαυση της βύθισης στον κυβερνοχώρο).

Κλείνοντας, χωρίς να θέλουμε να πάρουμε θέση στο δίλημμα λογοκρισία/ ελευθερία σκέψης και έκφρασης σχετικά με τη διακίνηση του πορνογραφικού υλικού, διευκρινίζουμε ότι το γυμνό από μόνο του δεν μπορεί να αποδυναμώσει τη σεξουαλικότητα μας αλλά ούτε και να μας μετατρέψει σε παθητικούς θεατές, καθώς σε γενικές γραμμές αποτελεί μια φυσιολογική έκφραση της ζωτικής μας ανάγκης. Από τη στιγμή όμως που υπηρετεί το lifestyle, βασικός του στόχος είναι να κατευθύνει τις επιθυμίες μας ώστε να συντονίζονται με αυτές του lifestyle και να μπορεί να μας χειραγωγεί σε συνειδητό και μη επίπεδο.

Κάτι τέτοιο έχει ήδη ξεκινήσει από το 1960. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια των διαφημιστών να αυξήσουν τις πωλήσεις προϊόντων κρύβοντας σε αυτά τη λέξη sex και ερωτικές σκηνές οι οποίες γίνονται αντιληπτές υποσυνείδητα[4]. Ίσως, λοιπόν, να μην είναι και τόσο αθώα τα σοκολατάκια που προσφέρει η όμορφη κοπέλα στη διαφήμιση……………….




[1] Freud, S. (1991). Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας (μτφ. Λ. Αναγνώστου). Αθήνα, Εκδόσεις Επίκουρος.

[2] Καφίρη, Κ. (2002). Φύλο και ΜΜΕ, Μελέτη Επισκόπησης. Ανασύρθηκε Νοέμβριος 3, 2005. από www.kethi.gr/greek/meletes/2FILO_MME_/filo_mme_Kafiri.pdf

[3] Παϊδούση, Χ., (1994). Εικόνες αρρενωπότητας στις διαφημίσεις. Media View, τ. 8, 43-49.

[4] Η δύναμη του sex, Focus, Αύγουστος 2001. τεύχος Νο 18, , σελ. 37-47.

Βαριέμαι, βαριέσαι βαριέται...

-Τι κάνεις;
-Καλά... βαριέμαι...
Η συγκεκριμένη απάντηση είναι χαρακτηριστική στις καθημερινές μας συνομιλίες. η λέξη "βαριέμαι" αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο της περιγραφής της κατάστασης του συνομιλητή ή των συνομιλητών η οποία γίνεται άμεσα αποδεκτή και πλήρως κατανοητή χωρίς να αναζητούνται περαιτέρω διευκρινήσεις. Πολλές φορές, δηλαδή, η παραπάνω απάντηση μπορεί να ακολουθείται από την έκφραση συμφωνίας και άλλων συνομιλητών (π.χ. ναι, και εγώ βαριέμαι..) σε μια προσπάθεια να σημάνει τη λήξη ενός δύκολου ερωτήματος όπως αυτό του "τι κάνεις;" και να συνεχιστεί ο διάλογος με πιο ενδιαφέροντα ανάλαφρα θέματα.
Η λέξη ¨βαριέμαι" περιγράφει ή καλύτερα δημιουργεί νύξεις για μια προβληματική, παθητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το άτομο που την εκφράζει. εντούτοις, έχει τη δυναμική, λόγω της γενικότερης αποδοχής της να μην προκαλεί κάποια αντίδραση από τους άλλους συνομιλητές. Η φράση αυτή έχει πραγματικά ενσωματωθεί στην καθημερινή μας επικοινωνία γιατί έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει στη συνέχιση του διαλόγου μιας και αποτελεί μια απάντηση, όπως απάντηση είναι και το "δεν ξέρω". Βοηθάει το άτομο που την χρησιμοποιεί να αποφύγει να δώσει σαφεία και συγκεκριμένες απαντήσεις αλλά στην ουσία να δώσει μια απάντηση η οποία σε περίπτωση που του ζητηθούν περισσότερες διευκρινήσεις (πράγμα σπάνιο) να μπορέσει να συνεχίσει το σκεπτικό του επικαλούμενος περιγραφές που επαληθεύουν και δικαιολογούν την περιγραφή του περί βαρεμάρας.
Τι είναι όμως αυτό που θέλουμε να αποκρύψουμε χρησιμοποιώντας τη φράση βαριέμαι. Η απάντηση δεν είναι άλλη από τα συναισθήματα μας. με τον τρόπο αυτό αποφεύγουμε να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά νιώθουμε κυρίως όταν αυτό που νιώθουμε περικλείει αρνητικά συναισθήματα (π.χ. άγχος, θλίψη, μελαγχολία, ματαίωση, απόρριψη, μοναξιά, κ.α.).
Κάτι τέτοιο συμβάνει τις περισσότερες φορές καθώς η έκφραση των συναισθημάτων έχει λανθασμένα ταυτιστεί με ενδείξεις αδυναμίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επιθυμεί να βγάλει προς τα έξω στοιχεία της προσωπικότητας του τα οποία ενδεχομένως θα μεταβάλλουν το προφίλ που έχει κτίσει προς τους άλλους. Ο φόβος της κριτικής είναι και αυτός ένας λόγος ο οποίος κάνει πολλά άτομα να μην θέλουν να εκφράσουν ξεκάθαρα το πως νιώθουν στην παρούσα χρονική στιγμή ή γενικότερα τον τελευταίο καιρό. Από την άλλη αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη βαριέμαι λειτουργεί και ως μηχανισμός άμυνας του ψυχισμού των ατόμων που τη χρησιμοποιούν. κάτι τέτοιο συμβάνει αν σκεφτούμε ότι με τη χρήση αυτής της λέξης αποφεύγονται μια σειρά από διεργασίες οι οποίες συνδεόνται με τη λειτουργία των συναισθημάτων (π.χ. αναμνήσεις, αρνητικές σκέψεις, νοητικές διεργασίες, σωματικές αντιδράσεις). Οι διεργασίες αυτές δεν είναι απραίτητο ότι θα χρησιμοποιηθούν, αντιθέτως θα παραμείνουν άριστα εμφιαλωμένς στο δοχείο του ψυχισμού μας έχοντας λάβει την παραπλανητική ετικέτα με την ένδειξη "βαριέμαι".