Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

Ανεργία και Ψυχική Υγεία

born to be ...... anergos


Σύγχρονα ερευνητικά δεδομένα της επιστήμης της Ψυχολογίας υποστηρίζουν ότι όταν ο άνθρωπος έχει τον έλεγχο της ζωής του μπορεί να αναπτύξει συμπεριφορές που προάγουν την υγεία του και αναστέλλουν αυτές που ενδεχομένως προκαλούν βλάβη.
Τις τελευταίες δεκαετίες με τις ραγδαίες εξελίξεις στην οικονομία (π.χ. νέες τεχνολογίες, συρρίκνωση πρωτογενούς τομέα παραγωγής, μαύρη εργασία κ.α.) κάνουμε λόγο όχι απλά για ανεργία αλλά για το φαινόμενο της ανεργίας το οποίο έχει δημιουργήσει νέες διαστάσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη σχέση οικονομίας και ψυχικής υγείας. Η σχέση αυτή σκιαγραφείται πολύ εύστοχα από τη φράση “no money- no funny” η οποία περιγράφει την υψηλή συσχέτιση των δυο εννοιών ενώ παράλληλα δηλώνει ότι οι επιπτώσεις της κακής οικονομικής κατάστασης και της ανεργίας δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Κάτι τέτοιο γίνεται σαφές αν αναλογιστούμε ότι ο παράγοντας εργασία από μόνος του δε συνεπάγεται οικονομικά οφέλη στο άτομο που την ασκεί. Αντιθέτως υπάρχουν και άλλες συνέπειες οι οποίες έχουν χαρακτηριστεί ως “λανθάνουσες”. Επιγραμματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι η εργασία προσδιορίζει ρόλους στο μακρόκοσμο και στο μικρόκοσμο του ατόμου. Το χαρακτηρίζει ως παραγωγικό, ενεργό και δραστήριο μέλος της κοινωνίας ενώ παράλληλα του δίνει τη δυνατότητα, μέσω των οικονομικών αντιτίμων που ορίζει η κοινωνική κατασκευή, να εξαργυρώνει την παραγωγικότητα του συμμετέχοντας στο αγώνισμα του καταναλωτισμού. Κάτι το οποίο με η σειρά του πιστοποιεί την ύπαρξη του- “καταναλώνει άρα υπάρχει”. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι η εργασία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ζωής του ατόμου με την έννοια ότι του χρονοοργανώνει την ημέρα και γενικότερα την εξελικτική πορεία μέσα στο πέρας της ζωής (τα εργασιακά χρόνια συνδέονται με τα ποιο παραγωγικά χρόνια της ζωής του ατόμου ενώ η σύνταξη με το γήρας). Δημιουργεί το σεβασμό των άλλων και χτίζει την αυτοεκτίμηση του ατόμου. Το άτομο πολλές φορές μέσω της εργασίας του αναπτύσσει ολοκληρωμένη αναπαράσταση του εαυτού του και της προσωπικότητας του.
Τα πράγματα όμως ανατρέπονται μπροστά στην απώλεια της εργασία και στην κατάσταση της μακροχρόνιας ανεργίας και αναγκαστικής αδράνειας. Ο φόβος και το συναίσθημα της αποτυχίας κυριεύουν το άτομο το οποίο σταδιακά διέρχεται από το αρχικό σοκ, στην παρατεταμένη απαισιοδοξία και καταλήγει συνήθως στην απόλυτη μοιρολατρία. Χάνοντας τη δυνατότητα να αυτό-συντηρείται θεωρεί ότι δεν είναι πλέον απαραίτητος. Η ευπαθής αυτό-εκτίμηση του μεταβάλλεται εύκολα από εξωτερικές διακυμάνσεις.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο το ερώτημα που ανακύπτει είναι, ποιες συνέπειες της ανεργίας είναι πιο βαριές, οι οικονομικές ή οι ψυχολογικές και κοινωνικές;
Τα Μ.Μ.Ε. προβάλλουν σε καθημερινό επίπεδο τις πρώτες ενώ οι δεύτερες περνάνε απαρατήρητες μπροστά στους τρομακτικούς δείκτες της ανεργίας. Πίσω, όμως, από τους αριθμούς και τα ποσοστά επικρατεί μια εξίσου τρομακτική κατάσταση την οποία ο ίδιος ο άνεργος καλείται να αντιμετωπίσει –αν και πιο δόκιμο είναι να τη βιώσει. Σύμφωνα με τον Αναπληρωτή Καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής του Παν/μίου Αθηνών Γ. Τούντα (2007)[1], στη χώρα μας οι επιπτώσεις στην Ψυχική Υγεία εξαιτίας της ανεργίας έχουν λάβει σοβαρές διαστάσει. Σε μελέτη του Παν/μίου Πατρών διαπιστώθηκε μεγαλύτερη συχνότητα κατάθλιψης και ψυχικών διαταραχών σε ανέργους της Πάτρας και της Σύρου σε σχέση με το γενικό πληθυσμό, επίσης, τα επίπεδα ψυχικής υγείας φαίνεται να διαταράσσονται και στα δυο φύλα όταν αυτά είναι άνεργα συγκριτικά με εργαζόμενα άτομα της ίδιας ηλικίας και να αποκαθίστανται όταν αυτά έβρισκαν εργασία.
Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί επιστήμονες συνδέουν τα οικονομικά προβλήματα που προκαλεί η ανεργία και με τη χειροτέρευση της σωματικής υγείας, με τη μειωμένη κοινωνική ενσωμάτωση ή την αυξημένη συχνότητα δυσάρεστων γεγονότων, όπως είναι ο αυτοκτονικός ιδεασμός. Όσον αφορά στο τελευταίο, σύμφωνα με Bertatis (1990)[2], η γονεϊκή ανεργία και τα οικονομικά προβλήματα αυξάνουν την πιθανότητα για αυτοκτονική συμπεριφορά των εφήβων.
Κλείνοντας, βάσει των προαναφερθέντων στοιχείων η ανεργία πλήττει την ποιότητα της ζωής του ατόμου και αλλοιώνει την ψυχική του υγεία. Ο βαθμός των αλλοιώσεων αυτών εκτείνεται και επηρεάζει την ταυτότητα του, την αυτοδυναμία του, την αντίσταση του στο stress, την ενεργητικότητα του, την ανεξαρτησία του, την ικανότητα του να αγαπά, να διασκεδάζει. Σε αυτά όμως τα άτομα –τα εργασιακά ευνουχισμένα- θα στηρίξει η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική την προσπάθεια της να αντιμετωπίσει τον νέο εχθρό μετά την τρομοκρατική απειλή, τον «οικονομικό τρόμο», όπως αναφέρει και η γαλλίδα συγγραφέας Viviane Forrester. Αυτό το δυναμικό θα κληθεί πάλι να αναλάβει το ρόλο «πολυσουγιά» για να κάνει πράξη την οικονομική ανάπτυξη. Για την ώρα πάντως τα περισσότερα πτυχία στολίζουν τοίχους. Η λαϊκή σοφία με τη φράση μάθε τέχνη κ άσε την επιβεβαιώνεται στο ήμισυ και τα κυβερνητικά σλόγκαν ανάπτυξη πρώτα και μετά βλέπουμε, έχουν μείνει στο βλέπουμε….




___________________________

[1]Τούντας, Γ. (2007). Οι επιπτώσεις της ανεργίας στην υγεία. Ανακτήθηκε Μάρτιο 15 2010 από: http://www.iatronet.gr/ygeia.asp
[2]Beratis, S. (1990). Factors associated with suicidal attempts in Greece. Phychopathology 23(3):161-8.

Σάββατο 13 Φεβρουαρίου 2010

Το γυμνό στην υπηρεσία του Lifestyle

Το γυμνό στην υπηρεσία του Lifestyle

Στις μέρες μας το γυμνό είναι χωρίς αμφιβολία ένα καθημερινό θέαμα στα περίπτερα, στις αφίσες των δρόμων, στον τύπο, στην τηλεόραση. Φαίνεται να εγκαταλείπεί τα σκοτεινά συρτάρια και τα μισοφωτισμένα υπόγεια παλαιότερων εποχών και να μετατρέπεται σ’ έναν καλοστημένο μηχανισμό κατασκευής επιθυμιών ο οποίος επιχειρεί να διαμορφώσει την αντίληψη μας για το σώμα μας, τους ρόλους των φύλων, τον έρωτα και τα κριτήρια επιλογής των ερωτικών συντρόφων.

Σε μια προσπάθεια αποκωδικοποίησης της λειτουργίας της πορνογραφίας (με την ευρύτερη σημασία της έννοιας) στα πλαίσια του lifestyle καλούμαστε να απαντήσουμε ερωτήματα όπως γιατί υπάρχει, τι έχει να πει και σε ποιον απευθύνεται.

Συγκεκριμένα, λοιπόν, η προσφορά του γυμνού σώματος για πολιτισμική κατανάλωση αποτελεί εδραιωμένη τάση της κοινωνίας του θεάματος που ζούμε η οποία παράγει εικόνες και ταυτόχρονα κατασκευάζει το βλέμμα που θα τις κοιτάζει. Κάτι τέτοιο δηλώνει ότι δημιουργούνται συγκεκριμένες προκαταλήψεις γύρω από την εικόνα, ώστε το βλέμμα να μην είναι ελεύθερο, υποκειμενικό, φυσικό. Αντιθέτως, να ανταποκρίνεται σε μαθημένες παραδοχές, την ομορφιά, την ιδιοφυΐα, τις τέλειες αναλογίες (σωματικές), την οικονομική επικράτηση, τη διαφάνεια σε θέματα ηθικής, διαστροφής, το sex. Θέματα τα οποία αποτελούν τις κατά καιρούς αξίες του lifestyle.

Αν η εικόνα (ακόμα και η γυμνή εικόνα) χαρακτηριζόταν από αθωότητα θα περίμενε κανείς να εμπλουτίσει τις κοινωνικές σχέσεις, να συμπληρώσει τα κενά της και να προσθέσει φαντασία. Θα μπορούσε σε μια τέτοια περίπτωση η άποψη ότι η πορνογραφία δεν διστάζει να δείχνει την αλήθεια γύρω από το sex, χωρίς να το ωραιοποιεί ή να το μειώνει να αποτελεί μια αντικειμενική αλήθεια και όχι ο μύθος που πλάθει ο φακός και ο χειριστής του.

Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι οι εικόνες, το γυμνό θέαμα αποτελούν την πρώτη ύλη για την κατασκευή συγκεκριμένων τυποποιημένων ρόλων και συμπεριφορών. Η διαδικασία είναι απλή: το lifestyle δημιουργεί την επιθυμία (ομορφιά, ερωτική επιθυμία), προβάλει το πρότυπο (ωραίο σώμα, μοντέλο) και προτείνει τον τρόπο απόκτησης (κατανάλωση).

Η διαδικασία αυτή δρα κυρίως σε ψυχολογικό επίπεδο. Η θέα του γυμνού λειτουργεί ως δόλωμα για τα αρχέγονα ένστικτα, όπως είναι και η ερωτική επιθυμία. Η οποία, σύμφωνα με τον Freud, λειτουργεί σε ασυνείδητο επίπεδο και έχει ως στόχο την ικανοποίηση της βιολογικής ορμής και τη μείωση της ψυχικής έντασης[1]. Η χειραγώγηση της ερωτικής επιθυμίας μπροστά στη θέα του γυμνού προκαλεί ασυνείδητη, αυθόρμητη υιοθέτηση στοιχείων, χωρίς την παρεμβολή της σκέψης, της ηθικής με στόχο την ικανοποίηση της ερωτικής παρόρμησης, έστω και σε ένα φαντασιακό επίπεδο.

Παράλληλα, θεωρείται ότι η γυμνή εικόνα έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει νοήματα δημιουργώντας «θέσεις υποκειμένων». Οι θεατές δηλαδή ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές με βάση το φύλο. Η ταύτιση αυτή προσφέρει συγκεκριμένες οπτικές απολαύσεις και είναι μέρος της διαδικασίας δόμησης της προσωπικής ταυτότητας. Η Mulrey (1989) θεωρεί ότι η ταύτιση αυτή αναφέρεται μόνο στο ανδρικό βλέμμα και έχει δύο διαστάσεις, την ναρκισσιστική (τέλεια εικόνα των εαυτών τους) και την σκοποφιλική (η αναπαράσταση των γυναικών ως ερωτικών αντικειμένων)[2].

Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει σε ψυχολογικό επίπεδο, σε κοινωνικό, το γυμνό φαίνεται να μην στοχεύει σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες- βέβαια ορισμένες κοινωνικές ομάδες έχουν πιο κεντρική αναφορά από ότι άλλες- αλλά έχει μια πιο συνολική απεύθυνση, η βιομηχανία του γυμνού προσαρμόζει τις σημασίες με τις οποίες επενδύει τη σεξουαλικότητα, έτσι ώστε να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες από το καταναλωτικό κοινό. Με άλλα λόγια, οι ρόλοι, οι αξίες και οι συμβολισμοί που αποδίδονται στα σώματα, στα φύλα και στην ίδια την ερωτική πράξη, εμφανίζονται στην πορνογραφία με την πιο απλοϊκή και τυποποιημένη τους μορφή.

Έτσι μπορούμε να διακρίνουμε τη γυναικεία παθητικότητα, την υποταγή, τη σαγήνη, τον αισθησιασμό. Από την άλλη πλευρά το κύρος, το δυναμισμό, την πυγμή του άνδρα, αλλά και το στυλ, την φαντασία, την ανεμελιά, τη σιγουριά[3] Η γυναίκα γίνεται το ερωτικό αντικείμενο για το αντρικό βλέμμα Ενώ η ίδια αναζητά ρόλους και πρότυπα προς μίμηση με στόχο την εξίσωσή της με τον άντρα.

Παράλληλα, η ερωτική επιθυμία μετατρέπεται σ’ ένα χώρο ανάδυσης σεξιστικών συμπεριφορών και προτύπων. Τα πατριαρχικά/ φαλλοκρατικά κατάλοιπα του παρελθόντος μεταλλάσσονται (τάση εξαφάνισης των ηθικών απαγορεύσεων, αποενοχοποίηση των ταμπού που συνοδεύουν τη θέα του γυμνού σώματος) και αναπαράγονται. Οι ερωτικές επιθυμίες σχηματοποιούνται εκ νέου (lifestyle περιοδικά, συμβουλές του στυλ: δέκα τρόποι να τον ρίξεις στο κρεβάτι, ροζ τηλέφωνα, ροζ αγγελίες, internet) δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο ότι οι άνθρωποι πια αναζητούν νέες μορφές υποκειμενικότητας και αυτό-προσδιορισμού καθώς και νέες μορφές απόλαυσης (κατανάλωση, κοινωνική αναγνώριση) που δεν στηρίζεται στην ύλη αποκλειστικά αλλά περνάει και σε ένα εικονικό, α-σώματο επίπεδο (επιθυμία για φυγή μέσω της τεχνολογίας, η απόλαυση της βύθισης στον κυβερνοχώρο).

Κλείνοντας, χωρίς να θέλουμε να πάρουμε θέση στο δίλημμα λογοκρισία/ ελευθερία σκέψης και έκφρασης σχετικά με τη διακίνηση του πορνογραφικού υλικού, διευκρινίζουμε ότι το γυμνό από μόνο του δεν μπορεί να αποδυναμώσει τη σεξουαλικότητα μας αλλά ούτε και να μας μετατρέψει σε παθητικούς θεατές, καθώς σε γενικές γραμμές αποτελεί μια φυσιολογική έκφραση της ζωτικής μας ανάγκης. Από τη στιγμή όμως που υπηρετεί το lifestyle, βασικός του στόχος είναι να κατευθύνει τις επιθυμίες μας ώστε να συντονίζονται με αυτές του lifestyle και να μπορεί να μας χειραγωγεί σε συνειδητό και μη επίπεδο.

Κάτι τέτοιο έχει ήδη ξεκινήσει από το 1960. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια των διαφημιστών να αυξήσουν τις πωλήσεις προϊόντων κρύβοντας σε αυτά τη λέξη sex και ερωτικές σκηνές οι οποίες γίνονται αντιληπτές υποσυνείδητα[4]. Ίσως, λοιπόν, να μην είναι και τόσο αθώα τα σοκολατάκια που προσφέρει η όμορφη κοπέλα στη διαφήμιση……………….




[1] Freud, S. (1991). Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας (μτφ. Λ. Αναγνώστου). Αθήνα, Εκδόσεις Επίκουρος.

[2] Καφίρη, Κ. (2002). Φύλο και ΜΜΕ, Μελέτη Επισκόπησης. Ανασύρθηκε Νοέμβριος 3, 2005. από www.kethi.gr/greek/meletes/2FILO_MME_/filo_mme_Kafiri.pdf

[3] Παϊδούση, Χ., (1994). Εικόνες αρρενωπότητας στις διαφημίσεις. Media View, τ. 8, 43-49.

[4] Η δύναμη του sex, Focus, Αύγουστος 2001. τεύχος Νο 18, , σελ. 37-47.

Βαριέμαι, βαριέσαι βαριέται...

-Τι κάνεις;
-Καλά... βαριέμαι...
Η συγκεκριμένη απάντηση είναι χαρακτηριστική στις καθημερινές μας συνομιλίες. η λέξη "βαριέμαι" αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο της περιγραφής της κατάστασης του συνομιλητή ή των συνομιλητών η οποία γίνεται άμεσα αποδεκτή και πλήρως κατανοητή χωρίς να αναζητούνται περαιτέρω διευκρινήσεις. Πολλές φορές, δηλαδή, η παραπάνω απάντηση μπορεί να ακολουθείται από την έκφραση συμφωνίας και άλλων συνομιλητών (π.χ. ναι, και εγώ βαριέμαι..) σε μια προσπάθεια να σημάνει τη λήξη ενός δύκολου ερωτήματος όπως αυτό του "τι κάνεις;" και να συνεχιστεί ο διάλογος με πιο ενδιαφέροντα ανάλαφρα θέματα.
Η λέξη ¨βαριέμαι" περιγράφει ή καλύτερα δημιουργεί νύξεις για μια προβληματική, παθητική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το άτομο που την εκφράζει. εντούτοις, έχει τη δυναμική, λόγω της γενικότερης αποδοχής της να μην προκαλεί κάποια αντίδραση από τους άλλους συνομιλητές. Η φράση αυτή έχει πραγματικά ενσωματωθεί στην καθημερινή μας επικοινωνία γιατί έχει τη δυνατότητα να συνεισφέρει στη συνέχιση του διαλόγου μιας και αποτελεί μια απάντηση, όπως απάντηση είναι και το "δεν ξέρω". Βοηθάει το άτομο που την χρησιμοποιεί να αποφύγει να δώσει σαφεία και συγκεκριμένες απαντήσεις αλλά στην ουσία να δώσει μια απάντηση η οποία σε περίπτωση που του ζητηθούν περισσότερες διευκρινήσεις (πράγμα σπάνιο) να μπορέσει να συνεχίσει το σκεπτικό του επικαλούμενος περιγραφές που επαληθεύουν και δικαιολογούν την περιγραφή του περί βαρεμάρας.
Τι είναι όμως αυτό που θέλουμε να αποκρύψουμε χρησιμοποιώντας τη φράση βαριέμαι. Η απάντηση δεν είναι άλλη από τα συναισθήματα μας. με τον τρόπο αυτό αποφεύγουμε να εκφράσουμε αυτό που πραγματικά νιώθουμε κυρίως όταν αυτό που νιώθουμε περικλείει αρνητικά συναισθήματα (π.χ. άγχος, θλίψη, μελαγχολία, ματαίωση, απόρριψη, μοναξιά, κ.α.).
Κάτι τέτοιο συμβάνει τις περισσότερες φορές καθώς η έκφραση των συναισθημάτων έχει λανθασμένα ταυτιστεί με ενδείξεις αδυναμίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν επιθυμεί να βγάλει προς τα έξω στοιχεία της προσωπικότητας του τα οποία ενδεχομένως θα μεταβάλλουν το προφίλ που έχει κτίσει προς τους άλλους. Ο φόβος της κριτικής είναι και αυτός ένας λόγος ο οποίος κάνει πολλά άτομα να μην θέλουν να εκφράσουν ξεκάθαρα το πως νιώθουν στην παρούσα χρονική στιγμή ή γενικότερα τον τελευταίο καιρό. Από την άλλη αξίζει να σημειωθεί ότι η λέξη βαριέμαι λειτουργεί και ως μηχανισμός άμυνας του ψυχισμού των ατόμων που τη χρησιμοποιούν. κάτι τέτοιο συμβάνει αν σκεφτούμε ότι με τη χρήση αυτής της λέξης αποφεύγονται μια σειρά από διεργασίες οι οποίες συνδεόνται με τη λειτουργία των συναισθημάτων (π.χ. αναμνήσεις, αρνητικές σκέψεις, νοητικές διεργασίες, σωματικές αντιδράσεις). Οι διεργασίες αυτές δεν είναι απραίτητο ότι θα χρησιμοποιηθούν, αντιθέτως θα παραμείνουν άριστα εμφιαλωμένς στο δοχείο του ψυχισμού μας έχοντας λάβει την παραπλανητική ετικέτα με την ένδειξη "βαριέμαι".